Από την υπερπροστατευτική μητέρα έως την αδιάφορη μητέρα που έστελνε αντιφατικά μηνύματα, οι μαμάδες έχουν συχνά βρεθεί στο στόχαστρο του χώρου της ψυχικής υγείας. Σε μια σημαντική επιστημονική μελέτη του 1985, οι Caplan και Hall-McCorquodale δημοσίευσαν άρθρο με τίτλο «Το φαινόμενο της επίρριψης ευθυνών στις μητέρες μέσα από τα μεγάλα κλινικά περιοδικά».
Αναλύοντας 125 ψυχιατρικά και ψυχολογικά περιοδικά από το 1970 ως το 1982, διαπίστωσαν πως οι μητέρες θεωρούνταν υπεύθυνες για 72 διαφορετικά ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών τους – από την κατάθλιψη και τη χρήση μαριχουάνας μέχρι την υπερκινητικότητα και την… «ανικανότητα να διαχειριστούν την αχρωματοψία».
Σε αυτήν τη μελέτη, οι πατέρες είχαν αντιμετώπιση σαφώς πιο επιεική: θεωρούνταν λιγότερο παθολογικές φιγούρες και είχαν αποδοθεί υγιέστερες σχέσεις με τα παιδιά τους. Ακόμη και οι απόντες ή οι αδιάφοροι πατέρες κρίνονταν ως λιγότερο επιβλαβείς από τις απόντες μητέρες, με το 24% αυτών να θεωρούνται ουδέτεροι, σε αντίθεση με μόλις 2% για τις μητέρες. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως τόσο άνδρες όσο και γυναίκες επιστήμονες διέπρατταν με την ίδια συχνότητα αυτή τη μεροληψία κατά των μητέρων.
Ευτυχώς, όταν φοίτησα σε μεταπτυχιακό στην ψυχολογία, αυτά τα μητροκατηγορητικά μοντέλα του 20ού αιώνα διδάσκονταν περισσότερο ως ιστορικά κατάλοιπα. Οι σύγχρονες θεωρίες ψυχικής υγείας είχαν στραφεί στην πολυπαραγοντική ερμηνεία των ψυχολογικών διαταραχών: βιολογία, ψυχολογία και περιβάλλον. Η γονεϊκή επιρροή είναι μέσα στους περιβαλλοντικούς παράγοντες, αλλά η προσοχή δεν στρεφόταν πια μονοδιάστατα στις μητέρες.
Παρά ταύτα, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής μου, έγραφα μικρά «σημειώματα στον μελλοντικό εαυτό» – δηλαδή στην μελλοντική μητέρα που πίστευα ότι θα γινόμουν: «Μην είσαι υπερπροστατευτική – θα του περάσεις την ιδέα ότι ο κόσμος είναι επικίνδυνος», ή «Πρόσεχε τι πρότυπα δίνεις: αν δείχνεις εμμονή με την υγιεινή διατροφή, μπορεί να καλλιεργήσεις διατροφικές διαταραχές». Επίσης: «Να αναγνωρίζεις πάντα τα συναισθήματα του παιδιού σου – έτσι μαθαίνει πώς να τα διαχειρίζεται». Πίστευα πως είχα καλυφθεί πλήρως και πως θα γινόμουν η ιδανική μητέρα.
Μετά την αποφοίτηση, εργάστηκα ως ψυχολόγος σε φοιτητικό συμβουλευτικό κέντρο μεγάλου πανεπιστημίου. Εκεί γνώρισα μητέρες κάθε λογής: υποστηρικτικές, καλοπροαίρετες αλλά άθελά τους τοξικές, ακόμη και ακραία κακοποιητικές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια περίπτωση ανορεξικής φοιτήτριας, την οποία η μητέρα της ζύγιζε καθημερινά από την Ε΄ Δημοτικού. Ή μια άλλη φοιτήτρια που είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον πατριό της και ανακάλυψε πως η μητέρα της το γνώριζε – και δεν έκανε τίποτα.
Τότε έβλεπα τον κόσμο σχεδόν αποκλειστικά από τη σκοπιά του παιδιού. Μέχρι που σε μια ομαδική εποπτεία ανέφερα μια φοιτήτρια με πολύπλοκα οικογενειακά θέματα. Ήμουν απόλυτα επικεντρωμένη στη φοιτήτρια, μέχρι που μια συνάδελφος, μητέρα και γιαγιά, είπε: «Η καημένη η μάνα». Εκείνη η φράση με σόκαρε. Δεν είχα αναλογιστεί τι σημαίνει να μεγαλώνεις ένα παιδί με ψυχικές δυσκολίες, να είσαι μόνη απέναντι σε έναν πρώην που έχει τελείως διαφορετική προσέγγιση.
Ύστερα από δυόμισι χρόνια προσπαθειών και θεραπειών, έγινα κι εγώ μητέρα. Το πρώτο διάστημα με συνεπήρε η ευθύνη. Μερικές φορές, σκεφτόμουν πόσο πιο εύκολο ήταν να καθοδηγείς έναν αγχώδη θεραπευόμενο από το να καθησυχάζεις ένα απαρηγόρητο μωρό. Κι όταν σε μια δύσκολη στιγμή είπα άθελά μου: «Μη κλαις, μη κλαις», ένιωσα πως ήδη είχα αθετήσει την υπόσχεσή μου να αναγνωρίζω τα συναισθήματα του παιδιού μου.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια και οι εμπειρίες, η οπτική μου άλλαξε. Η γονεϊκότητα –ειδικά η μητρότητα– είναι απίστευτα απαιτητική. Οι μητέρες συχνά σηκώνουν το μεγαλύτερο ψυχικό φορτίο: ακόμη και αν εργάζονται, είναι εκείνες που οργανώνουν την καθημερινότητα, τις δραστηριότητες, τα ραντεβού, τις κρίσεις. Κι αν το παιδί έχει επιπλέον ανάγκες ή αναπηρία, η μητέρα είναι πάλι αυτή που αναλαμβάνει τις περισσότερες ευθύνες.
Οι μονογονεϊκές οικογένειες αποτελούν άλλη μια τεράστια πρόκληση. Το 81% των μονογονεϊκών οικογενειών στις ΗΠΑ έχουν επικεφαλής μητέρα. Οι μητέρες αυτές έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να ζουν σε συνθήκες φτώχειας σε σύγκριση με τους πατέρες.
Η πανδημία, τέλος, ήρθε να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το φορτίο: τηλεκπαίδευση, φροντίδα, ψυχική εξουθένωση. Το 69% των μητέρων ανέφερε επιπτώσεις στην ψυχική υγεία τους, έναντι 51% των πατέρων. Η New York Times αφιέρωσε ολόκληρη σειρά άρθρων με τίτλο The Primal Scream σε αυτό το θέμα.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί συχνά οι μητέρες γίνονται εύκολα στόχοι κατηγορίας: είναι πιο παρούσες, πιο κουρασμένες, πιο ευάλωτες. Κι όμως, τις περισσότερες φορές, κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Μερικές φορές, πρέπει να κάνουν τα πράγματα καλύτερα. Άλλες, δεν έχουν τη στήριξη για να το κάνουν. Πλέον, όταν κάποιος θεραπευόμενός μου μου λέει πως η μητέρα του τον πλήγωσε, τον ρωτώ: «Πες μου περισσότερα για τη μητέρα σου». Γιατί η κατανόηση οδηγεί συχνά σε πιο ουσιαστική θεραπεία απ’ ό,τι η απόδοση ευθυνών.
ΠΗΓΗ: MAMA365.GR