Ένα ηχηρότατο «όχι» ήταν η απάντηση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στην προσφυγή που έκανε ο Πέτρος Φιλιππίδης κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης της 15ης τακτικής ανακρίτριας.
Ο γνωστός ηθοποιός κατέθεσε το αίτημά του στις 4 Αυγούστου, σχεδόν μία εβδομάδα μετά την απολογία του για ένα βιασμό και δύο απόπειρες βιασμού σε βάρος τριών γυναικών συναδέλφων του, υποστηρίζοντας ότι κρίθηκε προφυλακιστέος με ανύπαρκτα στοιχεία.
Οι δικαστές, όμως, με το σκεπτικό που αναπτύσσουν στο βούλευμά τους, το οποίο εκδόθηκε μόλις στις 27 Αυγούστου και αποκαλύπτει σήμερα η Realnews, απορρίπτουν έναν προς έναν τους ισχυρισμούς του, κάνοντας λόγο για «ιδιαίτερη επικινδυνότητα» του κατηγορουμένου, «σταθερή ροπή και εθισμό στην τέλεση συναφών εγκλημάτων», ενώ επισημαίνουν ότι από «την ιδιαίτερη σκληρότητα και αναλγησία, που αυτός επέδειξε κατά τις επιθέσεις του, χωρίς να πτοείται από τη σθεναρή αντίσταση των θυμάτων του, προκύπτει ότι ο ίδιος διακατέχεται από ανεξέλεγκτες γενετήσιες ορμές, συνεπεία των οποίων αδυνατεί να ελέγξει τη συμπεριφορά του…».
Συγκεκριμένα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν: «Σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, ήτοι από την εξακολουθητική δράση για μεγάλο χρονικό διάστημα (2008 έως 2014) σε βάρος περισσότερων θυμάτων, και ενόψει του ότι είχε μεθοδολογία και σχέδιο στον τρόπο προσέγγισης των θυμάτων του, ήτοι εκμεταλλευόμενος το εγνωσμένο κύρος του και την καταξίωσή του στον χώρο ως ηθοποιού, σκηνοθέτη και θιασάρχη, επεδίωκε συναντήσεις με τα θύματά του και εν συνεχεία, εκμεταλλευόμενος την επιθυμία τους για εύρεση εργασίας και την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του, τις απομόνωνε σε ιδιωτικούς του χώρους (γραφείο, καμαρίνι, αυτοκίνητο), όπου με ιδιαίτερη σκληρότητα και αναλγησία κατά τις επιθέσεις του, χωρίς να πτοείται από τη σθεναρή αντίσταση, τις φωνές, τα κλάματα και τον τραυματισμό των θυμάτων κατά την απόπειρα διαφυγής τους, προέβαινε ή επιχειρούσε να προβεί σε γενετήσιες πράξεις μαζί τους, καθώς επισης και από το γεγονός ότι εμφανιζόταν αμετανόητος και μετά την τέλεση των πράξεών του, απευθύνοντας χυδαίες εκφράσεις και απειλές εναντίον των θυμάτων του, καταδεικνύεται ιδιαίτερη επικινδυνότητα και σταθερή ροπή του και εθισμός στην τέλεση συναφών εγκλημάτων ώστε να κρίνεται αιτιολογημένα ότι, αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει νέα εγκλήματα…».
Κατά τους δικαστές, οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου προκύπτουν «από τις συγκλίνουσες μαρτυρικές καταθέσεις των τριών εγκαλουσών, που πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελούν πρόσωπα που δεν σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο μεταξύ τους, οι οποίες είναι λεπτομερείς και ακριβείς και στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά με βιωματικό τρόπο, το δε περιεχόμενό τους επιβεβαιώνεται και από μαρτυρικές καταθέσεις τρίτων προσώπων, οι οποίες έχουν βαρύνουσα σημασία, δεδομένου ότι οι μάρτυρες καταθέτουν μεταξύ άλλων για γεγονότα για τα οποία έχουν ιδία αντίληψη και δεν μεταφέρουν μόνο αφηγήσεις των εγκαλουσών».